μητρυιῶδες

μητρυιῶδες
μητρυιώδης
step-motherly
masc/fem voc sg
μητρυιώδης
step-motherly
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μητρυιώδης — μητρυιώδης, ῶδες (Α) [μητρυιά] 1. αυτός που μοιάζει με μητριά 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μητρυιῶδες το φέρσιμο, δηλαδή η σκληρότητα τής μητριάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”